- ταυτουργός
- -όν, Αταὐτοποιός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)-* + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. αὐτ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτοεργώ — έω, Α επιτελώ το ίδιο έργο με κάποιον άλλον, ταὐτοενεργῶ* («ταὐτοεργεῑ ἡ ἁγία τριάς», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + εργῶ (< ἔργον*) μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ταὐτοεργός (πρβλ. τον συνηρημ. τ. ταὐτουργός)] … Dictionary of Greek
ταυτουργία — ἡ, Α [ταὐτουργός] ταυτότητα ενέργειας … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c ա.մ. αὑτουργός qui per se facit. իբր ն. Ինքնին եւ տիրաբար գործող. ինքնիշխան՝ ինքնազօր. որպիսզի է աստուած միայն. *Չկարէ մին սպասաւոր՝ եւ ինքնագործ լնել. Սեբեր. ՟Ե:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)